- προσωφέλησις
- -ήσεως, ἡ, Α [προσωφελῶ]1. πρόσθετη ωφέλεια, πρόσθετη βοήθεια2. κέρδος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσωφελήσει — προσωφέλησις help fem nom/voc/acc dual (attic epic) προσωφελήσεϊ , προσωφέλησις help fem dat sg (epic) προσωφέλησις help fem dat sg (attic ionic) προσωφελέω help aor subj act 3rd sg (epic) προσωφελέω help fut ind mid 2nd sg προσωφελέω help fut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσωφέλησιν — προσωφέλησις help fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)